Το σπίτι
Ας το πάρουμε από την αρχή. Εχθές έγραψα ένα κείμενο για το πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μια στιγμή όπου μπορεί να αισθανθούμε φόβο, τρόμο, αλλά και που υπάρχει εκεί κάπου ένας δρόμος σωτηρίας, ένα μικρό παράθυρο διαφυγής από την πραγματικότητα την οποία ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να κατανοήσει. Υπάρχει ο δρόμος της σωτηρίας μας τελικά;
Είναι βράδυ και στέκεσαι έξω από ένα εγκαταλειμμένο σπίτι. Ανεβαίνεις τα εξωτερικά σκαλιά και κοιτάς την μισάνοιχτη δρύινη πόρτα με το μπρούτζινο πόμολο. Ο αέρας δυναμώνει και εσύ τρέμεις από το κρύο. Ξαφνικά αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχει κίνηση μέσα στο σπίτι. Ένας βαρύς γδούπος ακούστηκε και ένα σύρσιμο στο ξύλινο δάπεδο…είσαι μόνος σε ένα δάσος και κάνει κρύο.. τι θα κάνεις; Γύρω σου μόνο το δάσος που φαίνεται όλο και πιο τρομακτικό. Τι είναι πίσω από την πόρτα άραγε;
Κάποιοι άνοιξαν την πόρτα και αντιμετώπισαν τον φόβο τους με χιούμορ και κάποιοι είδαν κατάματα με απόλυτη ειλικρίνεια τι υπήρχε πίσω από την πόρτα. Βέβαια θα πρέπει να σας θυμίσω ότι ο δημιουργός έχει το πάνω χέρι. Άραγε θα σας φέρω εκεί που θέλω; Για να δούμε πόσοι θα μείνουν μέχρι το τέλος…ξεκινάω με τους πρωταγωνιστές τους οποίους και ευχαριστώ πολύ.
Η Νταίζη βρήκε το θάρρος και άνοιξε την πόρτα αργά ενώ έμοιαζε έτοιμη να αντιμετωπίσει ότι και αν βρισκόταν εκεί. Μια μεγάλης ηλικίας γυναίκα ήταν στο πάτωμα πεσμένη ανάσκελα. Η ματιά της θολή και παγωμένη να κοιτάει προς την μεριά της κοπέλας. Την βρήκε μέσα σε μια λίμνη αίματος με φαγωμένο τον οισοφάγο. Ο φόβος την κυρίευσε και ένιωθε παγωμένη και μαρμαρωμένη με τα πόδια καρφωμένα εκεί στο κατώφλι του μεγάλου σπιτιού. Έφερε τα χέρια στο στόμα από το σοκ που υπέστη. Τότε άκουσε ένα γρύλισμα και τινάχτηκε ολόκληρη καθώς ένας μεγάλος γκρίζος λύκος έκανε την εμφάνιση του από τον σκοτεινό διάδρομο που βρισκόταν δεξιά και αρκετά κοντά στην πόρτα. Τα μάτια του γυάλιζαν, το αίμα με ίνες σάρκας κρεμόταν και στάλαζε από το σαγόνι του. Σε κάθε γρύλισμα έδειχνε απειλητικά τα υπερογκώδη αιχμηρά δόντια του, ανασήκωνε το πάνω χείλος και ήταν έτοιμος για ένα δεύτερο γεύμα. Της κόπηκε η αναπνοή και νόμιζε προς στιγμή ότι θα λιποθύμαγε από τον τρόμο. Έπρεπε όμως να κρατηθεί, έπρεπε να θυμηθεί τα λόγια της πριν ανοίξει την μεγάλη δρύινη πόρτα. «Ο κακός ο λύκος που έφαγε την γιαγιά».
Νταίζη είναι όντως πολύ κακός και στον επόμενο βρυχηθμό θα σου χιμήξει. Πες μου προλαβαίνεις να κλείσεις την πόρτα και να τρέξεις στο δάσος;
Η Βικτώρια άνοιξε την πόρτα και με μεγάλη χαρά είδε αυτό που σκέφτηκε «Αλυσοδεμένη και φιμωμένη την Μέρκελ, που την έχει απαγάγει και αφήσει σε εγκαταλειμμένο σπίτι μια ομάδα εξωγήινων που κατέβηκε στη γη μόνο και μόνο για να απαλλάξει από έναν κακό δαίμονα τη γη αλλά και ολόκληρο το ηλιακό σύστημα». Τότε όμως οι εξωγήινοι εντόπισαν την όμορφη γυναίκα με τα πλούσια καστανά μαλλιά να στέκεται στην πόρτα και να γελά. Τους έκανε τρομερή εντύπωση εκείνος ο ήχος που έβγαζε από το στόμα της αλλά και ο μορφασμός που έκανε στο πρόσωπο της. Εκείνοι τώρα δεν παρατηρούσαν την Μέρκελ που ήταν δεμένη και φιμωμένη σε μια πεσμένη καρέκλα με το όμορφο κόκκινο ταγέρ της χιλιοσκισμένο και τα πόδια της επάνω όπου σε κάθε προσπάθεια για να ζητήσει βοήθεια τινάζονταν νευρικά. Το βλέμμα τους με τα τεράστια στρογγυλά ολόμαυρα μάτια τους δήλωναν καθαρά ενδιαφέρων σε ένα άλλο πρόσωπο τώρα. Εντάξει Βικτώρια ήρθε η στιγμή σου, χέσε την Μέρκελ πρέπει να σωθείς. Οι εξωγήινοι έρχονται προς το μέρος σου με σκοπό να κάνουν πειράματα στο σώμα σου για να ανακαλύψουν από πού έρχεται εκείνος ο ευλογημένος ήχος της έκφρασης του ανθρώπινου γένους όπου δηλώνει χαρά. Πες μου προλαβαίνεις να κλείσεις την πόρτα και να τρέξεις στο δάσος;
H Μαρία στέκεται στη πόρτα, παίρνει μια βαθιά αναπνοή και αγγίζει το μπρούτζινο πόμολο. Ανοίγει…
Ένας ψηλός γεροδεμένος ξανθός άντρας ντυμένος με ένα καρό πουκάμισο τιράντες περασμένους στους ώμους και ένα φαρδύ κοντό παντελόνι. Στέκεται στην είσοδο με το βλέμμα να αγγίζει την τρέλα κρατώντας ότι πιο πολύτιμο είχε στα δύο του χέρια. Το τσεκούρι άστραφτε σε κάθε του ταλάντευση και εκείνος άγγιζε την κόψη του με τα ακροδάχτυλα του. «Ένας μανιακός ξυλοκόπος». Εντάξει Μαρία πρέπει να πάρεις μια σημαντική απόφαση για την ζωή σου. Περίμενε πολύ καιρό για το επόμενο θύμα του και γυάλιζε και τρόχιζε το τσεκούρι του κάθε βράδυ. Σε βλέπει και έρχεται με μεγάλες δρασκελιές καταπάνω σου. Πες μου προλαβαίνεις να κλείσεις την πόρτα και να τρέξεις στο δάσος;
H Ιωάννα άνοιξε με θάρρος και τσαμπουκά την πόρτα έτοιμη για όλα. «Ο Ξηρός κρύβεται πίσω από την πόρτα. σκουντούφλησε, είναι και γεματούτσικο το παιδί, έσκασε κάτω και προέκυψε ο θόρυβος. Ξανασηκώθηκε, ακούστηκαν λίγα βήματα, ξανάπεσε, ακούστηκε και το σούρσιμο..ε δεν έχω να φοβηθώ τίποτα. Μπουκάρω, τον βουτάω και τον παραδίδω στους Αμερικάνους για να μη λένε για εμάς τα βουτυρόπαιδα που τους ρίξανε κοτζάμ δίδυμους πύργους και λένε για εμάς.. ορίστε κύριοι, ιδού ο Ξηρός πάρτε τον και βγάλτε τον σκασμό…» Εκείνη τη στιγμή όμως που η Ιωάννα παρέδιδε μέσα στο σπίτι τον Ξηρό, οι αμερικάνοι αντί να τον μπουζουριάσουν και να τον αλυσοδέσουν του χαμογέλασαν και τον αγκάλιασαν ενώ άρχισαν να λένε χαζοαμερικάνικα αστειάκια και η Ιωάννα αντιλήφθηκε ότι τελικά παίζονται πολλά και μεγάλα παιχνίδια. Όλοι γύρισαν και την κοίταξαν με βλέμμα λυσσασμένο και τα όπλα στράφηκαν προς το μέρος της. Εκείνη ήταν η μόνη που είχε δει και είχε ανακαλύψει μια πλεκτάνη, ένα σχέδιο καταστροφικό και τώρα είχε μείνει ξεκρέμαστη χωρίς καμία βοήθεια. Πες μου Ιωάννα ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός, προλαβαίνεις να κλείσεις την πόρτα και να τρέξεις στο δάσος;
Η Άννα ανοίγει την πόρτα διστακτικά και συναντά αυτό που σκέφτηκε λίγο πριν «έναν ρακένδυτο με σκαμμένο πρόσωπο και με ένα μπουκάλι μπύρα στο χέρι». Η κοπέλα σάστισε στην τρομακτική όψη καθώς η πραγματικότητα στα μάτια της φαινόταν πολύ ωμή. Είχε κλονιστεί και πήρε μια βαθιά αναπνοή που ταυτόχρονα ένα κύμα δυσωδίας, μεθανίου και σήψης εισχώρησε μέσα της. Ανακατεύτηκε και έκανε έναν μορφασμό αηδίας. Ο τύπος με το σκαμμένο πρόσωπο στεκόταν όρθιος και έσερνε τα πόδια του αργά προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν άσπρα, δεν υπήρχε ίχνος ζωής επάνω του. Το σίγουρο ήταν ότι αυτή η αντρική αποκρουστική μορφή δεν ήταν άνθρωπος καθώς η σάρκα του στο πρόσωπο και στα χέρια του έμοιαζε να έχει σαπίσει και κομμάτια δέρματος είχαν ξεκολλήσει. Η Άννα προσπαθούσε να κρατήσει απόσταση και έκανε ένα βήμα πίσω. Εκείνος έσπασε το μπουκάλι θρυμματίζοντας την άκρη, και τώρα Άννα… έχει μια βαθιά επιθυμία καθώς σε πλησιάζει με βογγητά πόνου και λύσσας μαζί. Άννα δεν πρόκειται να σε κεράσει μπύρα και να τα πιείτε παρεούλα, θέλει να σε φάει και να γίνεις και εσύ με την σειρά σου η επόμενη που θα διαδώσεις την τρομερή ασθένεια. Πες μου Άννα προλαβαίνεις να κλείσεις την πόρτα και να τρέξεις στο δάσος;
Ο Χρήστος ανοίγει την πόρτα και συναντάει αυτό που σκέφτηκε λίγο πριν, τον «Κουασιμόδο». Μια μορφή στεκότανε στη μέση του διαδρόμου με μια τεράστια καμπούρα και αλλοιωμένο παραμορφωμένο πρόσωπο. Τώρα κοίταζε τον άντρα που στεκότανε στο κατώφλι με οργή και ένα λυσσασμένο χαιρέκακο γέλιο ξεχύθηκε από τα σωθικά του. Τα σαπισμένα μυτερά δόντια του έκαναν την όλη εικόνα του να μοιάζει διαολεμένα τρομακτικός. Ο Χρήστος πήρε αμυντική θέση σηκώνοντας τα χέρια του κάνοντας τα γροθιές. Μη ξεχνάς όμως φίλε μου σίγουρα αυτή η μορφή περίμενε πολύ καιρό εκεί κρυμμένη για να αγγίξει ένα θύμα του και να του πάρει την μορφή ενώ εσύ θα γινόσουν ο επόμενος κουασιμόδος και σίγουρα δεν θα υπήρχε τίποτα το ταπεινό, ευγενικό και αθώο, απλώς για να κρύβεσαι από τον κόσμο για την ασχήμια που θα σου είχε προκαλέσει. Τώρα αυτός ο διάολος σήκωνε τα χέρια του με τα μεγάλα μαύρα γαμψά νύχια του και ερχόταν καταπάνω σου για να κλέψει την μορφή σου και την ψυχή σου μαζί. Πες μου φίλε Χρήστο προλαβαίνεις να κλείσεις την πόρτα και να τρέξεις στο δάσος;
Φίλοι μου σας ευχαριστώ για την συμμετοχή σας σε αυτό το παιχνίδι φαντασίας ελπίζω να γευτήκατε λίγο από το γλυκό κρασί της φαντασίας μου και να ακούσατε την απεγνωσμένη κραυγή του υποσυνειδήτου σας …